- αντιπυραυλικός
- -ή, -όαυτός που προορίζεται να αντιμετωπίσει τους εχθρικούς πυραύλους: Ενισχύθηκε τελευταία η αντιπυραυλική άμυνα της χώρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.